Μία από τις προεκλογικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης που προέκυψε από τις εκλογές του Οκτωβρίου ήταν η παραχώρηση ιθαγένειας και εκλογικών δικαιωμάτων στους νόμιμα διαμένοντες στην ελληνική επικράτεια μετανάστες. Το σχέδιο νόμου τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση στην αρμόδια κυβερνητική ιστοσελίδα, αντιμετωπίστηκε ως άτολμο αλλά προς τη σωστή κατεύθυνση από την αριστερά, δέχθηκε σφοδρή και μισαλλόδοξη επίθεση από τη δεξιά και την άκρα δεξιά διαμορφώνοντας αυτό που ο εκπρόσωπος της ΝΔ Πάνος Παναγιωτόπουλος χαρακτήρισε ως «το χαλαρότερο κατώφλι σε ολόκληρη της Ευρώπη για την απόδοση ιθαγένειας στους μετανάστες» για να καταλήξει με τη νέα του, «βελτιωμένη» μορφή στις αρχές Φεβρουαρίου στο ελληνικό κοινοβούλιο προς συζήτηση και ψήφιση.
Οι βασικές κατευθύνσεις και αλλαγές που εισάγει το νομοσχέδιο συμπυκνώνονται στα ακόλουθα σημεία:
Για τους λεγόμενους νόμιμους μετανάστες:
- 5 έτη συνεχούς νόμιμης διαμονής (αντί για 10 που απαιτούνταν μέχρι τώρα) ως προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας με 2 επιπλέον έτη αναμονής για την απάντηση της ελληνικής πολιτείας. Μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, θα απαιτούνται 7 χρόνια νόμιμης παρουσίας, ενώ η απάντηση της ελληνικής πολιτείας θα δίνεται εντός 1 έτους.
- παράβολο 1.000 ευρώ.
- επαρκής γνώση της ελληνικής γλώσσας ώστε να είναι δυνατή η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη.
- ομαλή ένταξη στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, η οποία θα αποδεικνύεται, για παράδειγμα, από τη φοίτηση σε ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, από τη συμμετοχή σε οργανώσεις και φορείς των οποίων μέλη είναι Έλληνες πολίτες, από τον εξ αγχιστείας συγγενικό δεσμό με Έλληνα πολίτη, την εκπλήρωση των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων απέναντι στο κράτος και την απόκτηση ακινήτου για κατοικία στην Ελλάδα.
- εξοικείωση με τους θεσμούς και την πολιτική ζωή της χώρας με συμμετοχή σε αντίστοιχους συλλόγους και σωματεία και γνώση της – σύγχρονης κατά προτίμηση – ελληνικής πολιτικής ιστορίας.
- 3 συστατικές επιστολές από Έλληνες πολίτες, οι οποίοι θα πρέπει είτε να μένουν στον ίδιο δήμο με τον αιτούντα είτε να έχουν επαγγελματική σχέση με το μετανάστη.
- επιτυχής εξέταση σε ειδικά τεστ γλώσσας, πολιτικής αγωγής και ιστορίας από την Επιτροπή Πολιτογράφησης.
- για την εκλογή τους μέχρι το αξίωμα του δημοτικού συμβούλου, απαραίτητη προϋπόθεση θεωρείται το να μιλούν επαρκώς την ελληνική γλώσσα.
Για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς:
- να έχουν συμπληρώσει και οι δύο γονείς 5 έτη νόμιμης παρουσίας στην Ελλάδα (το αρχικό σχέδιο απαιτούσε η προϋπόθεση αυτή να πληρείται από τον ένα γονιό).
- να έχουν εξαετή και επιτυχή φοίτηση σε ελληνικό σχολείο (το αρχικό σχέδιο απαιτούσε η φοίτηση να είναι τριετής).
- παράβολο 100 ευρώ.
Ειδική πρόβλεψη υπάρχει για τους ενήλικες μετανάστες που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και είναι πάνω από 21 ετών, έχουν φοιτήσει 6 έτη σε ελληνικό σχολείο, οι οποίοι μπορούν να πολιτογραφηθούν, αν δεν έχουν συγκεκριμένο κώλυμα.
Κώλυμα αποτελούν η τελεσίδικη καταδίκη για σοβαρά και επικίνδυνα εγκλήματα. Ως σοβαρά και επικίνδυνα εγκλήματα θεωρούνται ενδεικτικά και μεταξύ άλλων η τρομοκρατία, η ληστεία, η υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, η ανθρωποκτονία, τα περί ναρκωτικών εγκλήματα, η αντίσταση κατά της αρχής, η εκβίαση, το λαθρεμπόριο, η υπεξαίρεση, τα εγκλήματα με χρήση μέσων υψηλής τεχνολογίας με απαραίτητη προϋπόθεση την τέλεσή τους επί ελληνικού εδάφους.
Ένα νέο σημείο του νομοσχεδίου που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι η αναγνώριση ως κωλύματος για τη θετική απάντηση της ελληνικής πολιτείας των λόγων δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας. Ένα στοιχείο που, επίσης, για πρώτη φορά εισάγεται στην εν λόγω διαδικασία είναι η θέσπιση ελέγχου της διαδικασίας απόδοσης της ιθαγένειας, καθώς αφ’ ενός η αιτιολόγηση των απορριπτικών αποφάσεων καθίσταται υποχρεωτική και αφ’ ετέρου ο μετανάστης που έχει απορριφθεί θα μπορεί να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο έλεγχο στο Συμβούλιο Ιθαγένειας.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του Υπουργείου Εσωτερικών, θα μπορούν να γραφτούν στους εκλογικούς καταλόγους περί τους 266.250 ανθρώπους, εκ των οποίων οι 166.000 θα είναι ομογενείς. Το όριο για την εξυπηρέτηση της «εθνικής, οικονομικής και κοινωνικής ανάγκης», όπως χαρακτήρισε την «ένταξη των νόμιμων μεταναστών στην ελληνική κοινωνία» ο υπουργός Εσωτερικών Γιάννης Ραγκούσης, είναι η τελευταία διαδικασία νομιμοποίησης του 2005-2007, η οποία αφορούσε μετανάστες που είχαν έρθει στη χώρα έως την 1/1/2005.
Όλα αυτά αποτελούν ουσιαστικά ένα προσβλητικό και απαγορευτικό πλαίσιο ικανό τόσο να συνεχίζει να επιτρέπει τη διοικητική αυθαιρεσία όσο και να επιβεβαιώσει τις συμπλεγματικές νεοελληνικές συμπεριφορές.
Κατακτήσεις ή μεθοδευμένες ρυθμίσεις;
Το νέο νομοσχέδιο που κατατίθεται αυτές τις μέρες για κοινοβουλευτική διαβούλευση (κατά κόσμον, θεσμικές προσθαφαιρέσεις και πετσοκόμματα στη βάση παραχωρήσεων τόσο προς τα δεξιά όσο και προς τα αριστερά του πολιτικού συστήματος) έχει βαφτιστεί και δεχτεί κριτική με χίλια ονόματα και πρόσημα: από τα «αντιρατσιστικά κινήματα» έως την άκρα δεξιά, από την «κοινωνικά ευαίσθητη» σοσιαλδημοκρατική διαχείριση έως την «εθνικά ευαίσθητη» αντιπολίτευση όλοι έχουν κάτι να πουν. Κι αν οι θολές (και εσκεμμένα παραπλανητικές και υπερβολικές) ρητορείες των απανταχού και ποικιλοτρόπως ελληνόψυχων μας φαντάζουν γελοίες αλλά πάντα επικίνδυνες, οι εξίσου θολές κριτικές των απανταχού και ποικιλοτρόπως αντιρατσιστών είναι στην καλύτερη περίπτωση κοινωνικά ανούσιες και στην χειρότερη συμμαχικές των «νέων» μεταναστευτικών στρατηγικών της ελληνικής δημοκρατίας.
Το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί απλά προσχηματικό μιας ευαίσθητης δημοκρατίας που αναγνωρίζει εν τέλει τα δημοκρατικά και ανθρωπιστικά της ελλείμματα (πολύ περισσότερο βέβαια δεν μπορεί επ΄ ουδενί – όπως προσπαθεί κατά κόρον η αντιρατσιστική αριστερά- να χαρακτηριστεί απλά «άτολμο άλλα στην σωστή κατεύθυνση» και πολύ περισσότερο «μια ελάχιστη νίκη των κινημάτων τα τελευταία 20 χρόνια». Αυτές οι ρητορείες αφορούν προφανώς μια γελοία απόπειρα του «αντιρατσιστικού & μεταναστευτικού κινήματος» να γαντζωθεί από κάπου ώστε να ξεγελάσει την κοινωνική του και αγωνιστική του ανυπαρξία).
Είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως το νέο νομοσχέδιο έρχεται μετά από μια χρονική περίοδο όπου οι μετανάστες βγήκαν στο προσκήνιο, διαμόρφωσαν εκ νέου τις συμμαχίες και την εχθρότητα με την ντόπια κοινωνία, μίλησαν έξω από τους θεσμικούς διαύλους «καλοπροαίρετων» αντιρατσιστικών μετώπων και «καλοθελητών» προέδρων μεταναστευτικών κοινοτήτων. Ήδη από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 (με την σημαντική συμμετοχή μεταναστών 2ης γενιάς αλλά και πολλών νεοφερμένων) ήταν ορατή η αγωνία όλων των θεσμικών συνιστωσών της κυριαρχίας για τις διαστάσεις της μετανάστευσης και τις κοινωνικές της σημασίες. Στους μήνες που ακολούθησαν τον Δεκέμβρη, το κοινωνικό ενδιαφέρον διαρκώς εστιαζόταν στο μεταναστευτικό για μια σειρά από λόγους. Πρώτον, γιατί ξεσπούσαν αγώνες μεταναστών – οι οποίοι απείχαν πολύ από το γνώριμο πεδίο θεσμικών αιτημάτων (ελάχιστα ή και καθόλου υποστηρίζονταν από τις επίσημες «μεταναστευτικές κοινότητες») και ξεδιπλώνονταν σε ένα πεδίο κατάκτησης όρων αξιοπρέπειας (από τις καταλήψεις σπιτιών στο κέντρο της Αθήνας ως τις συγκρούσεις μουσουλμάνων και αράβων μεταναστών με αφορμή την προσβολή του Κορανίου από αστυνομικό). Δεύτερον, γιατί αλληλέγγυα και ριζοσπαστικά κομμάτια (αναρχικοί, αντιεξουσιαστές, αυτόνομες συλλογικότητες & πρωτοβουλίες που ξεπήδησαν σε ολόκληρη την επικράτεια) συνέχιζαν να αναδεικνύουν γεγονότα σχετικά με το μεταναστευτικό ζήτημα και τον ντόπιο ρατσισμό. Τέλος, είναι η ίδια η επιλογή των κρατικών επιτελείων να στοχοποιήσουν ιδεολογικά και να καταστείλλουν λυσσασμένα την «παράνομη μετανάστευση» (επιχειρήσεις «καθαρή Αθήνα», καθημερινά πογκρόμ, χιλιάδες έγκλειστοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης).
Μέσα και σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν το νέο νομοσχέδιο «διευθετεί» πιθανές και ορατές κοινωνικές εκρήξεις: θέτει τα θεσμικά όρια των διεκδικήσεων από την πλευρά των μεταναστών, μία θεσμική διέξοδο, ένα δόλωμα κατά βάση για τους μετανάστες 2ης γενιάς. Παγώνει τα όποια αντανακλαστικά δυσαρέσκειας αυτού του κομματιού του πληθυσμού, μεταστρέφει το κοινωνικό ενδιαφέρον τόσο του ντόπιου πληθυσμού όσο και των μεταναστών (αλλά και τη σχέση ανάμεσά τους) από την αμεσότητα των κοινών διαδρομών και της αλληλεγγύης στην χαρτούρα των δημόσιων υπηρεσιών και τα ψιλά γράμματα των νόμων. Με τον όποιο τρόπο λοιπόν, το νέο νομοσχέδιο πρέπει να ειδωθεί όχι ως πεδίο μίνιμουμ (σε βαθμό κιόλας κοροϊδίας) παραχωρήσεων στους μετανάστες αλλά ως πεδίο επαναχάραξης του κοινωνικού ελέγχου των μεταναστών 2ης γενιάς.
Με αυτό το νομοσχέδιο (όπως και σε παλαιότερες νομοθετικές ρυθμίσεις) το ΠΑΣΟΚ δεν χάνει την ευκαιρία να εξασφαλίζει την εύνοια των μεταναστευτικών κοινοτήτων και οργανώσεων χτίζοντας κάποιες επαφές με εκπροσώπους αυτών. Ανέκαθεν οι εκπρόσωποι των συλλόγων και οι “παράγοντες” μεταναστευτικών οργανώσεων ήταν πρόθυμοι να συνδιαλλαγούν και να διαμεσολαβήσουν με τους αξιωματούχους της κυβέρνησης. Και σε αυτή την περίπτωση φαίνεται ότι το ΠΑΣΟΚ και η πολιτική του αντιμετωπίζεται θετικά από αυτούς τους φορείς. Την ίδια στιγμή, αυτές οι (τύποις αντιπροσωπευτικές) κοινότητες αρχίζουν να «εξυψώνονται» σε βασικούς συνομιλητές στα τραπέζια των διαβουλεύσεων με το κράτος, γίνονται οι βασικοί «εκφραστές» των αγωνιών των μεταναστών. Ηττοπάθεια, διαμεσολάβηση, χειραγώγηση, συνδιαλλαγή: ποιος καλύτερος τρόπος για να κάνεις ακίνδυνο ένα κοινωνικό κομμάτι που ασφυκτιά; Την ίδια στιγμή, κάθε αγώνας που θα ξεφεύγει από το πλαίσιο τέτοιων λογικών θα ποινικοποιείται, θα τιμωρείται. Δεν είναι καθόλου τυχαία η «πρόβλεψη» του νόμου για τα «καθαρά ποινικά μητρώα όσων θα νομιμοποιηθούν». Τι σημαίνει αυτό πέρα από γενίκευση της ομηρίας των μεταναστών αλλά και ενσωμάτωση από την πλευρά τους ενός καθεστώτος φόβου (για να κατορθώσουν να αποκτήσουν τα πολυπόθητα χαρτιά);
Είναι φανερό ότι με την κίνηση αυτή το ελληνικό κράτος χαράσσει μία ακόμη πιο βαθιά τομή ανάμεσα σε “παλιούς” και “νέους” μετανάστες, έναν κάθετο διαχωρισμό. Από την μία, δίνει δικαίωμα “πολυτελείας” σε λίγους μετανάστες και, από την άλλη, θωρακίζει τα σύνορα, γεμίζει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα αστυνομικά τμήματα, βουλιάζει βάρκες κάνοντας πιο εμφανή την διάκριση μεταξύ μεταναστών με χαρτιά και χωρίς χαρτιά. Το επιβεβαιώνει και το γελοίο τσιτάτο δια στόματος υφυπουργού Προ.Πο: ανοιχτή καρδιά, κλειστά σύνορα. Και κυρίως στη βάση αυτού του πλαστού διαχωρισμού θα επιδοθεί σε ένα ανελέητο μπαράζ «εκκαθαριστικών και εξωραϊστικών επιχειρήσεων» στις περιοχές όπου διαμένουν και κινούνται μετανάστες. Μπορεί οι σκούπες της σοσιαλδημοκρατίας να μην έχουν την κραυγαλέα εκκεντρικότητα εκείνων του Μαρκογιαννάκη, σίγουρα, όμως, θα πυκνώσουν και θα ενταθούν. Εξίσου βέβαιο είναι ότι θα επιδιωχθεί να ντυθούν με το μανδύα της νομιμότητας εκείνης που λίγο πριν θα έχει «εξελληνίσει» με το ζόρι και βίαια ένα ουσιαστικά μηδαμινό ποσοστό των ανά την επικράτεια μεταναστών. Η πορεία και η κατάληξη αυτής της επιδίωξης μένει να κριθεί στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού, εκεί εξάλλου που κρίνονται όλες οι κυριαρχικές επιλογές.
Μέσα σε όλα αυτά βέβαια, δεν μπορούμε να μην συμπεριλάβουμε και τα ψηφοθηρικά κίνητρα της κυβέρνησης. Το ΠΑΣΟΚ υπολογίζει ότι όσοι πάρουν την ελληνική υπηκοότητα θα ξεχάσουν την ομηρία την οποία είχαν καταδικαστεί να ζουν με τη νομοθετική πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ το 1997, που διέψευσε και τότε τις ελπίδες τους αλλά και τη διαχρονική απαξιωτική μεταχείριση που τους επιφύλαξε η ελληνική δημοκρατία. Μπορεί να μην διευρύνεται δραματικά η δεξαμενή των ψηφοφόρων αλλά το κομμάτι της δημοκρατίας που θα πάρει την πρωτοβουλία να παραχωρήσει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε μετανάστες και ομογενείς – εν προκειμένω το ΠΑΣΟΚ – μπορεί βάσιμα να υπολογίζει ότι θα καρπωθεί την πολιτική υπεραξία της αλλαγής αυτής αυξάνοντας ανάλογα τα εκλογικά του ποσοστά.
Το γεγονός της παραχώρησης ψήφου σε κάποιους μετανάστες δεν αλλάζει την ιεραρχική αλλά ούτε και την ταξική δομή της κοινωνίας ούτε ακυρώνει τις διαβαθμίσεις μεταξύ πολιτών πρώτης, δεύτερης και τρίτης κατηγορίας. Πολύ περισσότερο δεν καταργεί τις ρατσιστικές «μυωπίες» των ντόπιων ψηφοφόρων…
Στο ζήτημα της απόδοσης ιθαγένειας πέρα από το φαινομενικά προφανές (της «αλλοίωσης» δηλαδή της «εθνικής συνοχής στη βάση φυλετικών και πολιτισμικών ομοιοτήτων») είναι ο ίδιος ο εθνοκρατισμός-εθνικισμός που εξυψώνεται και μάλιστα με τη μορφή της κατίσχυσης του «ισχυρού ντόπιου» πολιτισμού σε βάρος του πολιτισμού των Άλλων. Το ζήτημα της «αμιγούς» εθνικής ταυτότητας όχι μόνο δεν ακυρώνεται αλλά εμπλουτίζεται. Η δεξιά και η άκρα δεξιά, επικαλούμενες τις αρχές του «καθαρού αίματος», της ξενοφοβικής επιμειξίας και της ισλαμοφοβίας στην προοπτική «της αλλοίωσης της εθνικής ταυτότητας, της συνοχής και της συνεκτικότητας του έθνους», παραληρούν επιδιδόμενες για μία ακόμη φορά στη γνωστή και προσφιλή τους πολιτική του φόβου ότι η Ελλάδα νομιμοποιεί παράνομους μετανάστες και θα ανοίξει τις πόρτες σε χιλιάδες άλλους. Στην ουσία, όμως, είναι η ελληνική εθνική ταυτότητα που παρουσιάζεται ως η μοναδική εκδοχή στο μετανάστη, ώστε να έχει ασφάλεια στην παραμονή του. Τόσα χρόνια ημι-νομιμότητας και ρατσιστικής νομοθεσίας, δεν αφήνουν άλλη επιλογή στους μετανάστες, παρά να “ασπαστούν” την ελληνική εθνική ταυτότητα για να εξασφαλίσουν την παραμονή τους εδώ. Γιατί όσο κατοικούν με μια άδεια διαμονής (όποιας κατηγορίας και αν είναι αυτή), ποτέ δεν μπορούν να είναι κατοχυρωμένοι ότι μεθαύριο η άδεια αυτή δε θα ανακληθεί. Επομένως εδώ γίνεται λόγος για εκβιαστική αφομοίωση αυτών των μεταναστών από την στιγμή που θα πρέπει να «απαρνηθούν» την δική τους εθνική ταυτότητα, για να περάσουν από εξεταστικές επιτροπές που θα διαπιστώσουν το βαθμό εμπέδωσης και εσωτερίκευσης της κυρίαρχης ελληνικής εθνικής ταυτότητας.
Το νέο νομοσχέδιο είναι η απαρχή μιας προσπάθειας συγκρότησης από την πλευρά της ελληνικής δημοκρατίας μιας «ορθολογικής» μεταναστευτικής πολιτικής, που θα αντικαταστήσει την προηγούμενη σπασμωδικότητα και ασυνέχεια, θα γεμίσει τα νομικά κενά και θα «κλείσει» ανοιχτά κοινωνικά ζητήματα στη θεσμική της μέγγενη. Ουσιαστικά αποτελεί κομμάτι ενός θεσμικού-ιδεολογικού και κατασταλτικού συμπλέγματος: στοχοποίηση της μετανάστευσης ως πυλώνα παραγωγής κομβικών κοινωνικών προβλημάτων (άρα και λήψης μέτρων «έκτακτης ανάγκης»), όξυνση της καταστολής και θωράκιση των ελληνικών (και ευρωπαϊκών) συνόρων και ταυτόχρονα, προσπάθεια θεσμικών αποσυμπιέσεων υπαρκτών κοινωνικών ζητημάτων (αναφορικά με τη θέση των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία). Για άλλη μια φορά οι μετανάστες υπάρχουν ως ένα πρόβλημα, ως ένας πληθυσμός για «σωστότερη» διαχείριση και διευθέτηση. Καρότο και μαστίγιο…
10 Φλεβάρη 2010
Σχολιάστε